-
1 μετα-φέρω
μετα-φέρω (s. φέρω), weg- u. anders wohin bringen; εἰ καὶ πάλιν γνώμην μετοίσεις, Soph. Phil. 950, von dem Abgeben der Stimmen, ψῆφον φέρειν, entlehnt; anders Eur. κέντρα πώλοις μεταφέρων, Phoen. 184; τὰς τριηραρχίας ἐκ τῶν ἀπόρων εἰς τοὺς εὐπόρους μετήνεγκα, Dem. 18, 108; εἰς τὴν αὑτῶν φωνὴν μετενηνοχότας, Plat. Critia. 113 a, in ihre Sprache übertragen habend; μετενηνεγμένον εἰς ποίησιν, Prot. 339 a; μετενεγκόντα τοὺς χρόνους, verwechseln, Dem. 18, 225; Sp., wie Pol. 9, 10, 4; μετενήνεκται ὑμῖν τὰ τῆς πόλεως δίκαια, Aesch. 3, 193, verkehren; bes. ein Wort in uneigentlicher, übertragener Bedeutung brauchen, μεταφέρων φαίη τις ἂν αὐτὴν ἀργὴν εἶναι φιλίαν Arist. eth. 9, 5, Schol.
См. также в других словарях:
μεταφέρω — και μεταφέρνω (ΑΜ μεταφέρω, Μ και μεταφέρνω) 1. μετακινώ κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετατοπίζω, διακομίζω («μετέφερα τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο») 2. (για κτήματα ή χρήματα) μεταγράφω από το όνομα τού παλαιού ιδιοκτήτη στο όνομα τού αγοραστή,… … Dictionary of Greek